πανεπίσκοπος

πανεπίσκοπος
παν-επί-σκοπος, alles überschauend, alles bemerkend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανεπίσκοπος — all surveying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεπίσκοπος — ον, Α αυτός που όλα τά παρατηρεί, τά εξετάζει, παντεποπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπίσκοπος «αυτός που επιτηρεί, φύλακας»] …   Dictionary of Greek

  • πανεπίσκοπον — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem acc sg πανεπίσκοπος all surveying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεπισκόποις — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεπισκόπῳ — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεπίσκοπα — πανεπίσκοπος all surveying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεπίσκοπε — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανεπόψιος — ον, Α αυτός που βλέπει, που παρατηρεί τα πάντα, πανεπίσκοπος*, πανεπόπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπόψιος «φανερός, επόπτης» (< ἐφορῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱՀԱՅԵԱՑ — ( ) NBH 1 0062 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ա. πανεπίσκοπος omnia intuens, omniscius, perspicacissimus Որ ակնարկէ յամենեսին ամենայն յստակութեամբ. ամենատես. ամենատեսուչ. *Հոգի՝ ամենահայեաց. Իմ. ՟Է. 23:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”